ἐμμεῖναι

ἐμμεῖναι
ἐμμένω
abide in
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐμμείναι — ἐμμείναῑ , ἐμμένω abide in aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμμένω — (AM ἐμμένω) μένω σταθερός, αμετακίνητος σε κάτι («εμμένω στην αρχική μου πρόταση», «ὁρκίοισι ἐμμενέειν», Ηρόδ.) αρχ. 1. διαμένω, ζω κάπου 2. (για συνθήκες, νόμους κ.λπ.) μένω αμετακίνητος, διαρκώ («ἐμμεῑναι τὸν νόμον», Πλάτ.) 3. παραμένω από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”